Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

ΗΤΑΝ ΕΔΩ ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

*Ευχαριστώ τον φίλο Ιωάννη Μπαντέκα που μου γνωστοποίησε αυτό το άρθροΤο Μόνυακ είναι μια πόλη που αργοπεθαίνει. Δεν χρειάζεται να σου το πει κανείς, μιλάνε γι αυτό οι ερημωμένοι δρόμοι του, τα καταρρέοντα σπίτια, τα κλειστά μαγαζιά και τα εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Μα πάνω απ’ όλα το μαρτυρά το άδειο βλέμμα και η γκρίζα όψη των ανέργων που πίνουν βότκα ολημερίς, καθισμένοι αμίλητοι στα δύο εναπομείναντα καπηλειά.
Της Ισαβέλλας Μπερτράν
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Resistencias, τεύχος 3 / Οκτώβρης 2006


Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, πριν μπουν σ’ εφαρμογή τα μεγαλεπήβολα σχέδια «ανάπτυξης» της τότε πολιτικής ηγεσίας της Σοβιετικής Ένωσης, το Μόνυακ ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας πάνω στη νότια ακτή της Θάλασσας της Αράλης από την πλευρά του Ουζμπεκιστάν.

Σήμερα, μισό αιώνα μετά, ο πάλαι ποτέ παράλιος οικισμός απέχει εκατόν πενήντα χιλιόμετρα (ναι, ναι, καλά διαβάσατε, εκατόν πενήντα χιλιόμετρα) από την όχθη της κατ’ ευφημισμόν πια «θάλασσας» που έχει συρρικνωθεί στο ένα τέταρτο του αρχικού της όγκου νερού και στη μισή της επιφάνεια, χωρισμένη μάλιστα προσφάτως σε τρία διακριτά τμήματα.

Πουθενά αλλού όσο στο Μόνυακ δεν συμπυκνώνονται γλαφυρότερα οι συνέπειες της ανυπολόγιστης οικολογικής καταστροφής που συντελέστηκε, συστηματικά, εν ψυχρώ και με πλήρη επίγνωση από τους αυτουργούς, σε βάρος της άλλοτε πολιτογραφημένης ως η τέταρτη σε μέγεθος εσωτερική θάλασσα του πλανήτη.

Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου
Ήταν η εποχή του μεγάλου ανταγωνισμού για την εμπέδωση διεθνώς της ανωτερότητας του σοβιετικού συστήματος, όταν στο τραπέζι του πολιτμπυρό έπεσε η ιδέα της μετατροπής της αχανούς κεντρασιατικής στέπας σε παραγωγική έκταση καλλιέργειας μπαμπακιού εξασφαλίζοντας έτσι την αυτάρκεια της σοβιετικής υφαντουργίας σε πρώτες ύλες. Καθόλου κακή η πρόταση ως τέτοια, αν η υλοποίησή της δεν συνεπαγόταν την άντληση τεράστιων ποσοτήτων νερού από τους δύο βασικούς τροφοδότες της Αράλης: τον ποταμό Άμου Ντάρια (αρχαίος Ώξος) στο νότο, και τον ποταμό Συρ Ντάρια (Ιαξάρτης) στο βορρά.


Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, δώδεκα μόλις χρόνια μετά την έναρξη των εργασιών σκαψίματος των πρώτων γιγάντιων καναλιών άρδευσης μήκους πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων, η σοβιετική ηγεσία μπορεί βάσιμα να καυχιέται ότι η αύξηση της παραγωγής σε μπαμπάκι δεν έχει απλώς καλύψει τα αρχικά της πλάνα αλλά έχει μακράν υπερβεί κάθε προσδοκία.

Την ίδια όμως στιγμή η Φύση έχει ήδη δώσει με τον πιο σαφή τρόπο τα προειδοποιητικά της σημάδια ότι μαζί με τις προσδοκίες έχουν ξεπεραστεί κατά πολύ και τα όρια της αντοχής της. Εκείνη την εποχή, το Μόνυακ απέχει κι όλας δέκα χιλιόμετρα από την αποσυρόμενη Αράλη ενώ η παραγωγή σε αλιεύματα έχει μειωθεί κατά περίπου ένα τρίτο.

Δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς διδακτορικό περιβαλλοντολογίας για ν’ αντιληφθεί το προφανές: ρυθμοί άρδευσης που δεν σέβονται τη φυσική ισορροπία και τις δυνατότητες ανανέωσης των διαθέσιμων υδάτινων πόρων δεν μπορούν να εξασφαλίσουν βιώσιμη ανάπτυξη.


Η σοβιετική ηγεσία όμως δεν μασάει με τέτοια. Μεθυσμένη από τα πρόσκαιρα εντυπωσιακά επιτεύγματα και δοσμένη ολόψυχα στον αγώνα για παγκόσμια κυριαρχία κόντρα στις ΗΠΑ, συμπεριφέρεται σαν αθλητής που πασχίζει πάση θυσία να φτάσει στην κορυφή αδιαφορώντας για τις συνέπειες από την αυξανόμενη χρήση αναβολικών.

Έτσι συνεχίζεται και τα επόμενα χρόνια η ίδια πολιτική στην Κεντρική Ασία, επεκτείνοντας μάλιστα παραπέρα το δίκτυο άρδευσης, εν πλήρη γνώση πλέον των όλο και εμφανέστερων καταστροφικών αποτελεσμάτων πάνω στο περιβάλλον.


Το 1982 το Μόνυακ απέχει σαράντα χιλιόμετρα από την Αράλη, οπότε και παύει οριστικά κάθε δραστηριότητα αλιείας για τους τρεις χιλιάδες ψαράδες του. Η στάθμη του νερού μέσα στα κανάλια που σκάφτηκαν κατά τα προηγούμενα χρόνια για να συνδέσουν τεχνητά το άλλοτε λιμάνι με τη θάλασσα του, δεν επαρκεί για να πλεύσουν ως εκεί τα ψαράδικα. Η ετήσια παραγωγή είκοσι έξι χιλιάδων τόνων αλιευμάτων με την οποία οι ψαράδες του Μόνυακ τροφοδοτούσαν άλλοτε την εύρωστη βιομηχανία επεξεργασίας ψαριού έχει σχεδόν εκλείψει. Αντ’ αυτής αρχίζουν να καταφθάνουν με τεράστιο κόστος ψάρια προς κατάψυξη από τη Βαλτική και τον Βόρειο Ατλαντικό (!) σε μια ύστατη όσο και μάταιη προσπάθεια να στηριχθεί τεχνητά η καταρρέουσα οικονομία της πόλης.


Την ίδια περίπου χρονολογία τα πλούσια νερά του Συρ Ντάρια έχουν πάψει πια να καταλήγουν στη βόρεια Αράλη. Στραγγίζονται πολύ πιο πριν, διοχετευόμενα για τις ανάγκες της αγροτικής παραγωγής στο Καζακστάν.

Ο Άμου Ντάρια που άλλοτε σχημάτιζε ένα απλωμένο και εύφορο δέλτα πριν χυθεί στη θάλασσα, έχει πλέον μεταβληθεί σ’ ένα ασθενικό ρυάκι που ίσα που καταφέρνει να συρθεί ασθμαίνοντας μέχρι εκεί. Από τα πενήντα πέντε κυβικά χιλιόμετρα φρέσκου νερού με τα οποία τα δυο ποτάμια τροφοδοτούσαν ετησίως την Αράλη πριν την έναρξη των έργων άρδευσης, μόλις εφτά και με το ζόρι καταλήγουν σ’ αυτήν.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 το έγκλημα έχει πλέον ολοκληρωθεί, όχι όμως δυστυχώς και τα συνεπακόλουθά του.


Η ατέρμονη αλυσίδα της καταστροφής

Απλός ψίθυρος για χρόνια μεταξύ ενός περιορισμένου κύκλου επιστημόνων, χρειάστηκε πρώτα να καταρρεύσει ο περίφημος «υπαρκτός» για ν’ αρχίσουν ν’ αποκαλύπτονται σε όλο τους το εύρος οι τρομακτικές συνέπειες από τη συστηματική λεηλασία των νερών της Αράλης.

Ήδη από τις πρώτες αποτιμήσεις των αρχών της δεκαετίας του ’90 γίνεται φανερό ότι η ζημιά δεν περιορίζεται «μόνο» στη συρρίκνωση της εσωτερικής θάλασσας και τη διασάλευση ενός οικοσυστήματος χιλιάδων ετών οδηγώντας στον αφανισμό την άγρια πανίδα της περιοχής (αντιλόπες, αγριοκάτσικα, λύκους κ.α.) καθώς και δύο δεκάδες ειδών ψαριών, μεταξύ των οποίων και ο ενδημικός οξύρρυγχος. Το μέγεθος του κακού ξεπερνάει κατά πολύ την τοπική εμβέλεια.

Η μία μετά την άλλη, οι αναφορές που βγαίνουν στο φως μιλάνε πλέον ξεκάθαρα για μια από τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές του 20ου αιώνα, και - το χειρότερο – μια καταστροφή μη αναστρέψιμη εφόσον δεν καμφθεί άμεσα η απροθυμία των κυβερνήσεων των νεόκοπων ανεξάρτητων κρατών του Ουζμπεκιστάν και του Καζακστάν να αλλάξουν ριζικά πολιτική διαχείρισης των υδάτινων πόρων τους.


Όταν όμως έστω και η απλή σταθεροποίηση της στάθμης της εναπομένουσας Αράλης προϋποθέτει την δραματική περικοπή της άρδευσης των καλλιεργειών πάνω στις οποίες εν πολλοίς βασίζεται η οικονομία των δύο νέων χωρών ποιος θ’ αναλάβει το δυσβάσταχτο κόστος της αναδιάρθρωσης; Έλα ντε! Με έωλο μέχρι σήμερα το μείζον αυτό ερώτημα, κανένα δραστικό μέτρο δεν έχει ληφθεί στο μεταξύ.

Όσα ωστόσο δεν κατάφεραν να λύσουν οι απανωτές πολιτικές και επιστημονικές συσκέψεις της τελευταίας δεκαπενταετίας, ίσως τελικά αναλάβει να το «λύσει» η ίδια η Φύση με το δικό της δραματικό για τους ανθρώπους τρόπο, όπως αναπόδραστα πράττει κάθε φορά που βιάζεται απ’ αυτούς συστηματικά και κατ’ εξακολούθηση. Κι όλες δυστυχώς οι ενδείξεις συνηγορούν ότι έχει ήδη αρχίσει να το κάνει.


Οι έρημοι Καράκουμ και Κυζύλκουμ τώρα πια σμίγουν εκεί όπου άλλοτε απλωνόταν η θάλασσα. Η νέα έρημος που έχει προκύψει από την αποξήρανση της Αράλης έχει λάβει το όνομά της: Αράλκουμ. Τριάντα χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα πρώην θαλάσσιου βυθού (έκταση που αντιστοιχεί σε μιάμιση Πελοπόννησο), με ιδιαίτερα υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι αλλά και σε εντομοκτόνα που συσσωρεύουν εκεί οι απορροές των νερών άρδευσης των βαμβακοκαλλιεργειών, είναι πια έρμαια των καιρών.

Στο μείγμα αυτό πρέπει να προσθέσει κανείς και διάφορα χημικά απόβλητα που διοχετεύτηκαν παλιότερα στον πάτο της Αράλης με την ευκαιρία στρατιωτικών και διαστημικών δοκιμών των Σοβιετικών. Οι θυελλώδεις αέρηδες που συχνά πυκνά σαρώνουν την περιοχή αναλαμβάνουν να σκορπίσουν το θανατηφόρο κοκτέιλ όπου γης, με ρυθμό εβδομήντα πέντε εκατομμυρίων τόνων ετησίως. Ίχνη από τη μολυσμένη αλατόσκονη της Αράλης έχουν εντοπισθεί μέχρι τη Λευκορωσία βορειοδυτικά και τα Ιμαλάια νοτιοανατολικά!

Μα με τη μερίδα του λέοντος «ραντίζονται» οι περίφημες βαμβακοκαλλιέργειες του Ουζμπεκιστάν με αποτέλεσμα την αύξηση των αναγκών σε πότισμα προκειμένου να καθαριστούν τα εδάφη από το αλάτι. Αυτό βεβαίως οδηγεί στην παραπέρα άντληση νερού από τα ποτάμια, άρα στην επέκταση της ερημοποίησης μέσω του ανέμου κι ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται.

Σύμφωνα με την Ακαδημία Επιστημών του Ουζμπεκιστάν, η νέα έρημος νότια και ανατολικά της αποξηραμένης Αράλης καλύπτει ήδη επιφάνεια πενήντα χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων (σαν να λέμε το ένα τρίτο της Ελλάδας) και συνεχώς επεκτείνεται. Παράλληλα όμως με την διευρυνόμενη περιβαλλοντική καταστροφή, όλο και πιο επίμονα ξεπροβάλουν τα στοιχεία μιας εκκολαπτόμενης ανθρωπιστικής συμφοράς αγνώστου ακόμα βάθους.

Το σιωπηρό Τσερνομπίλ


Η αυτόνομη ουζμπέκικη επαρχία της Καρακαλπακίας, όπου και το Μόνυακ είναι η γενέθλια γη ενάμιση εκατομμυρίου ανθρώπων που μιλούν τη δική τους γλώσσα και έχουν αναπτύξει από αιώνες την ιδιαίτερη κουλτούρα τους.

Πρώτοι θιγόμενοι από την πολιτική που οδήγησε στον αφανισμό της Αράλης, οι Καρακαλπάκοι άρχισαν κι όλας να πληρώνουν με την υγεία τους τις συνέπειες του καταστροφικού οικολογικού φαύλου κύκλου: Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, τα ιατρικά αρχεία της επαρχίας δείχνουν 35% αύξηση των ασθενειών των νεφρών και του ύπατος (ιδιαίτερα των καρκίνων), 30% των ασθενειών του αναπνευστικού και 60% αύξηση των αρθρίτιδων.


Οκτώ στις δέκα γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία πάσχουν από αναιμία. Απόρροια αυτού είναι η δραματική αύξηση των θανάτων γυναικών από ακατάσχετη αιμορραγία την ώρα του τοκετού, ενώ έχει εκτοξευθεί στα ύψη και η βρεφική θνησιμότητα από ανωμαλίες του ανοσοποιητικού συστήματος. 11% των παιδιών πεθαίνουν πριν γιορτάσουν τα πρώτα τους γενέθλια.

Και το πιο κραυγαλέο: Οι καρκίνοι του οισοφάγου στην Καρακαλπακία εμφανίζονται με εφταπλάσια (!) συχνότητα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη χώρα, προφανώς ως αποτέλεσμα της συνεχούς εισπνοής της μολυσμένης αλατόσκονης από τους κατοίκους της επαρχίας.


Στο μάτι του κυκλώνα, το Μόνυακ έχει ουσιαστικά αφεθεί στη μοίρα του, δηλαδή στο θάνατο, παρέα με τα καράβια του που σκουριάζουν στη στεριά.

Ήδη 70% από τους δύο χιλιάδες εναπομείναντες κατοίκους του παρουσιάζουν προκαρκινικές αλλοιώσεις. Ο δε καρκίνος του οισοφάγου θερίζει εδώ πάνω από εκατό ζωές ετησίως.

Μ’ αυτό το ρυθμό, σε μια γενιά δεν θα’ χει μείνει ούτε ένας γηγενής για να διηγείται έστω και μόνο σαν παραμύθι: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν εδώ μια θάλασσα…
από τους : «Πάμε γι άλλα», ή αλλιώς, η Ισαβέλλα Μπερτράν και ο Κώστας Ζυρίνης
αναδημοσίευση από http://www.zyrinis.gr




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ μπορείτε να παραθέσετε κάποιο σχόλιο!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.