Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Για την ιδιωτικοποίηση του νερού: ροές και σχήματα

 
του Νικητα Μυλοπουλου και του Στελιου Γκιαλη*
Το νερό τρέχει προς τα πάνω, προς το χρήμα
(ανώνυμο ρητό της αμερικανικής Δύσης)
Από τα πρώτα, και βασικότερα για τη φιλοσοφία τους, μέτρα των ελληνικών μνημονίων ήταν η ιδιωτικοποίηση των εταιρειών αστικής ύδρευσης. Για την ακρίβεια, η επίσπευση της ιδιωτικοποίησής τους, αφού αυτή είχε αρχίσει πολύ πριν από την κρίση, η οποία λειτούργησε και εδώ ως καταλύτης, προκειμένου να επιταχυνθεί και να ολοκληρωθεί και στη χώρα μας μια διαδικασία που αναδείχθηκε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες σε κεντρική στρατηγική της κεφαλαιακής συσσώρευσης στις χώρες της Δύσης -- και όχι μόνο. Εκεί όπου, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι φυσικοί πόροι έχουν ιδιωτικοποιηθεί.
Ο εμβληματικός χαρακτήρας του νερού όμως επιβάλλει μια ιδιαίτερη προσέγγιση. Το νερό είναι μήτρα πολιτισμού και συνδέεται άμεσα με την ίδια τη ζωή και τη διατήρησή της. Το νερό ρέει, εντάσσοντας ό,τι συναντά σε μια πολύπλοκη πολιτική οικονομία και οικολογία, σε όλες τις δυνατές κλίμακες: από την κλίμακα του σώματος έως και την κλίμακα του πλανήτη. Μιλώντας επομένως για την ιδιωτικοποίηση του νερού, μιλάμε για την ιδιωτικοποίηση της οικολογικής βάσης της ζωής μας, της ζωής της ίδιας τελικά. Αυτή ακριβώς η ιδιομορφία του «εμπορεύματος» νερό, σε συνδυασμό με το σχετικά πρόσφατο γεγονός της σπανιότητάς του, τεχνητής ή όχι, μπορούν να εξηγήσουν και μοναδικά φαινόμενα που συνδέονται με την κοστολόγησή του στην ελεύθερη αγορά. Στο πόσιμο αστικό νερό, για παράδειγμα, οι καταναλωτές είναι πρόθυμοι να πληρώσουν έως και 2.000 φορές περισσότερο, προκειμένου να το προμηθευτούν εμφιαλωμένο, σε (υποτίθεται) καλύτερη ποιότητα από αυτήν του τρεχούμενου νερού της βρύσης τους. Εξ ου και τα τεράστια περιθώρια κερδοφορίας. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμούσε, ήδη 10 χρόνια πριν, ότι η δυνητική αγορά του νερού ξεπερνά το 1 τρισ. δολάρια.
Το μεγάλο ζήτημα της ιδιωτικοποίησης του νερού, ωστόσο, δεν μπορεί να προσεγγιστεί εκτός του πλαισίου που ορίζει η σύγχρονη υδατική κρίση. Το αδιέξοδο που έχει διαμορφωθεί στις μέρες μας, στη σχέση των εννοιών «νερό -- διαχείρισή του -- περιβάλλον», είναι σαφές ότι οφείλεται κατά βάση στις παραδοσιακές μορφές συσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου, με τις γνωστές συνέπειες εξάντλησης των φυσικών πόρων. Η ακόρεστη ζήτηση του νερού όρισε προνομιακά και μονοδιάστατα το πλαίσιο της διαχείρισής του, επεκτείνοντας διαρκώς την εκμετάλλευση πεπερασμένων υδατικών αποθεμάτων, εξαντλώντας τα ποσοτικά και υποβαθμίζοντάς τα ποιοτικά. Υπολογίζεται ότι η ζήτηση σε νερό διεθνώς έχει αυξηθεί τρεις φορές πιο γρήγορα από ό,τι ο πληθυσμός της Γης, ενώ το κόστος εκμετάλλευσης κάθε νέου κυβικού μέτρου θα στοιχίζει τρεις φορές περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν.
Τώρα, ήρθε η ώρα να χρησιμοποιηθεί και η σπανιότητα ως νέο πεδίο κερδοφορίας. Ο καπιταλισμός, αφού δημιούργησε τη λειψυδρία (μέσω των μηχανισμών υπερεκμετάλλευσης των υδατικών συστημάτων και ταυτόχρονης ρύπανσής τους), τη μετατρέπει σε επιχειρηματική ευκαιρία κέρδους, μέσω διαφόρων μορφών ιδιωτικοποίησης που άπτονται όλων των διαστάσεων της χρήσης του νερού. Από τη στιγμή που το νερό είναι αγαθό σε σπανιότητα και η τιμολογιακή πολιτική βασικός άξονας διαχείρισης της ζήτησής του, η εμπορευματοποίηση αναδεικνύεται σε εξαιρετική λύση. Η ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης είναι το πρώτο, και ενδεχομένως το πιο καθοριστικό, βήμα.
Σχήματα οργάνωσης και διοίκησης: ένα σύντομο ιστορικό
Στον τομέα της ύδρευσηςέχουν δοκιμαστεί διάφορα σχήματα οργάνωσης και διοίκησης, με ποικίλους τρόπους συνεργασίας δημόσιων και ιδιωτικών κεφαλαίων.
α) Το στάδιο της κρατικοποίησης, από τα μέσα του 19ου αιώνα (για τις περισσότερες χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ) έως την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον 19ο αιώνα, το ζήτημα της ύδρευσης και της αποχέτευσης απασχόλησε ιδιαίτερα τις τοπικές και κρατικές αρχές των υπό εκβιομηχάνιση κρατών, τα οποία ανέπτυσσαν με αργούς ρυθμούς, στα μεγάλα αστικο-βιομηχανικά τους συμπλέγματα, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, μέσω ιδιωτικών κεφαλαίων. Τα δίκτυα αυτά ήταν ελλιπή και αφορούσαν κυρίως περιοχές που κατοικούσαν τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Οι αλλεπάλληλες κοινωνικές, υγειονομικές και οικολογικές κρίσεις οδήγησαν τις κυβερνήσεις να αναθεωρήσουν το δόγμα του «laissez – faire» στον τομέα της ύδρευσης, προχωρώντας στην ανάπτυξη αξιόπιστων και καθολικής παροχής δημόσιων υποδομών ύδρευσης.
β) Το «φορντικό στάδιο», ξεκινάει την περίοδο του Μεσοπολέμου, για τη μεγάλη πλειοψηφία των αναπτυγμένων χωρών (αλλά όχι για τη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής, ενώ έρχεται μερικές δεκαετίες αργότερα σε πολλά κράτη του Ευρωπαϊκού Νότου) και φτάνει ως τις δεκαετίες του ʼ70 ή ʼ80. Είναι η περίοδος του εκτεταμένου κρατικού παρεμβατισμού στις αγορές κεφαλαίου, εργασίας, υπηρεσιών και προϊόντων. Στα του νερού, επίσημους και αποκλειστικούς κρατικούς θεσμούς αποτελούν οι εταιρίες ύδρευσης και αποχέτευσης. Η διαχείρισή τους είχε ως κεντρικό άξονα την κάλυψη των αναγκών όλου του πληθυσμού και όλων των επιχειρήσεων και ως κεντρική οικονομική και επενδυτική λογική την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των φορέων ύδρευσης, με οριακά ή και αρνητικά κέρδη, και ταυτόχρονα τη διαχείριση της προσφοράς του νερού.
γ) Το τρίτο στάδιο οριοθετείται από την οικονομική κρίση του 1973 και επεκτείνεται έως σήμερα. Συνδέεται με τη μετα-φορντική περίοδο αναδιάρθρωσης και ευέλικτης συσσώρευσης, τη σταδιακή απελευθέρωση των περιορισμών στις διεθνείς αγορές και την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού. Το νερό αναδεικνύεται σε δυνητικό πεδίο μεγάλης κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Η σχετική πολιτική προωθείται από διεθνείς πρωταγωνιστές που χαράζουν στρατηγικές στον τομέα του νερού (οργανισμούς, περιφερειακές ή διακρατικές ενώσεις και πολυεθνικές επιχειρήσεις). Η κυρίαρχη αντίληψη που συνοδεύει την πολιτική αυτή (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΕΕ, G8) υποστηρίζει πως, τόσο η υστέρηση των υπανάπτυκτων ή αναπτυσσόμενων χωρών σε θέματα επαρκούς κάλυψης των βασικών αναγκών ύδρευσης, όσο και τα φαινόμενα κρίσης στις δημόσιες παροχές ύδρευσης των αναπτυγμένων χωρών μπορούν να λυθούν με την αξιοποίηση των ευέλικτων εργαλείων που περιλαμβάνουν οι στρατηγικές ιδιωτικοποίησης.
Η κυρίαρχη ιδεολογία: περιβαλλοντισμός της αγοράς και αειφόρες ΣΔΙΤ
Η κυρίαρχη πολιτική προώθησης της συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων στις εταιρίες ύδρευσης έχει συνδεθεί και με την ανάγκη μετάβασης σε μια νέα εποχή, όπου η έμφαση πλέον θα δίνεται στη διαχείριση της ζήτησης και την εξοικονόμηση του σημαντικού αυτού αγαθού. Το νερό γίνεται πλέον αντιληπτό και ως οικονομικό αγαθό, πέρα από φυσικό και δημόσιο. Στα πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται πως η παλιότερη έμφαση στην αξία χρήσης του νερού και στη διαχείριση της προσφοράς του οδήγησε σε σπατάλη και περιβαλλοντικά καταστρεπτικές χρήσεις. Στον αντίποδα, η αντιμετώπιση του νερού ως οικονομικού αγαθού, στην τιμή του οποίου μπορεί να ενσωματωθεί το όποιο περιβαλλοντικό κόστος συνδέεται με την παραγωγή, διανομή και χρήση του, οδηγεί σε αποτελεσματική και ισότιμη διαχείριση. Οι αποφάσεις, τα επίσημα κείμενα και η βιβλιογραφία που αφορούν την παραπάνω προσέγγιση έχουν προφανείς αναφορές στην όλη προβληματική περί «αειφόρου ανάπτυξης» και τον λεγόμενο «περιβαλλοντισμό της αγοράς», αντίληψη που θέλει την ελεύθερη αγορά να συνδυάζει οικονομική αποτελεσματικότητα και υψηλές κερδοφορίες, με ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος και των κοινών αγαθών.
Οι πολιτικές του περιβαλλοντισμού της αγοράς και η ιδιωτικοποίηση συνδέθηκαν συνήθως με δύο διαφορετικές διαδικασίες:
α) τη μερική, σταδιακή ή και μεγαλύτερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας με συμπληρωματική συμμετοχή του δημοσίου (συνήθως μέσω των γνωστών μας Συμπράξεων Δημοσίου – Ιδιωτικού Τομέα / ΣΔΙΤ)
β) την προώθηση ενός μοντέλου πλήρους πώλησης ή μεταβίβασης (divestiture) των παγίων, των υπηρεσιών και της διαχείρισης.
Η χρήση του όρου ΣΔΙΤ, που συχνά και καθʼ υπέρβαση συγχέεται με αυτόν της ιδιωτικοποίησης, αφορά συνήθως συμβόλαια μακροχρόνιας συνεργασίας ανάμεσα σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, με στόχο τη διαχείριση, την κατασκευή ή την αναβάθμιση υποδομών, υπηρεσιών και προϊόντων. Στον τομέα της ύδρευσης, ο όρος αναφέρεται σε σχετικές συμφωνίες παραχώρησης μέσω των οποίων ιδιωτικά κεφάλαια αναλαμβάνουν μερίδιο κερδών, ευθύνης και ρίσκου και υποδηλώνει αμοιβαία κοινούς στόχους και πρακτικές ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, που υπερβαίνουν την εκπλήρωση των συμβατικών δεσμεύσεων ενός γραπτού συμβολαίου. Η πρακτική των ΣΔΙΤ, λοιπόν, αποτελεί υποσύνολο των διαφορετικών προτύπων ιδιωτικοποίησης.
Η πρόσφατη διεθνής και ευρωπαϊκή εμπειρία
Το γεγονός ότι η ύδρευση του 85% των μεγάλων πόλεων σε ολόκληρο τον κόσμο εξακολουθεί να πραγματοποιείται από δημόσιες ή κρατικές εταιρείες καθιστά την αγορά νερού δυνητικό πεδίο για διοχέτευση και συσσώρευση κεφαλαίων. Πέντε πολυεθνικού χαρακτήρα επιχειρήσεις (οι δύο πιο σημαντικές γαλλικών συμφερόντων) φαίνεται να αξιοποιούν εντατικά την πραγματικότητα αυτή: α) H Suez Environnement, θυγατρική της γαλλικής Suez, β) η Veolia Water, παρακλάδι της Veolia Environnement (παλιότερα Vivendi), γ) η γερμανική RWE, η οποία μέχρι πρότινος είχε επενδύσεις στη βρετανική Thames Water, δ) η Aguas de Barcelona. Σχεδόν στο σύνολό τους, απευθείας ή μέσω των θυγατρικών, δραστηριοποιούνται διεθνώς και στο χώρο της ενέργειας (φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, βιολογικοί καθαρισμοί, πυρηνική ενέργεια, ανανεώσιμες πηγές κλπ).
Σε σχέση με την εξάπλωση των ΣΔΙΤ και της ιδιωτικοποίησης του νερού, με ποικίλες μορφές, για τις 27 από τις 30 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει πως το εν λόγω ποσοστό αφορά το 20% του πληθυσμού. Για τις 19 από τις παραπάνω χώρες, που είναι μέλη του ΟΟΣΑ και της ΕΕ ταυτόχρονα, το σχετικό ποσοστό διευρύνεται στο 24%. Μεταξύ των χωρών αυτών εντοπίζονται πολύ διαφορετικά μεγέθη εξάπλωσης. Έτσι, το πρωτοπόρο Ενωμένο Βασίλειο, που μεταβίβασε πλήρως τις δέκα εταιρίες ύδρευσης της χώρας στον ιδιωτικό τομέα, ακολουθεί η ηγέτης των ΣΔΙΤ Γαλλία. Διαφοροποιημένα ποσοστά παρουσιάζονται σε πολλά νέα μέλη της ΕΕ από το πρώην σοσιαλιστικό μπλοκ. Ανάμεσα στις νοτιοευρωπαϊκές χώρες-μέλη καταγράφεται μια σημαντική εξάπλωση (25% - 44%), με πρώτες Ελλάδα και Ιταλία. Παράλληλα, σημαντικός αριθμός χωρών παρουσιάζει μικρά ή μηδενικά ποσοστά εξάπλωσης. Ερμηνείες για τα διαφορετικά αυτά μεγέθη μπορούν να αναζητηθούν στις ιδιομορφίες του καθεστώτος συσσώρευσης κάθε χώρας, καθώς και σε άλλες ιστορικές και κοινωνικές παραμέτρους, ενώ ρόλο φαίνεται να παίζουν και οι πρόσφατες πολιτικές διαχείρισης σε κάθε χώρα.
Ως προς την άνιση γεωγραφία του φαινομένου, ας σημειωθεί πως οι μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις εμπεριέχουν περισσότερες δυνατότητες για δημιουργία οικονομιών κλίμακας (συνήθως επιλέγονται πόλεις άνω των 500.000 κατοίκων), γεγονός που επιτρέπει τη μείωση κόστους και την παράλληλη αύξηση της απόδοσης των επενδύσεων. Αντιθέτως, γεωργικές περιοχές ή πόλεις μεσαίου ή μικρού μεγέθους φαίνεται πως δεν αποτελούν προτεραιότητα επένδυσης των ιδιωτικών εταιριών. Αντίστοιχα, οι συνεργασίες ΣΔΙΤ στις αναπτυσσόμενες χώρες συγκεντρώνονται σε ραγδαία αστικοποιούμενες περιοχές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των πόλεων της Κίνας που συνάπτουν συμβόλαια ΣΔΙΤ με σχεδόν φρενήρεις ρυθμούς, οδηγώντας πολλές πολυεθνικές της Ευρώπης να στρέψουν το επιχειρηματικό βλέμμα τους προς την Ασία.
Ένα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει από την εφαρμογή μορφών ιδιωτικοποίησης είναι η σαφέστατη αποτυχία του κράτους, ως βασικού εγγυητή των ιδιωτικών εταιριών, να «προσέχει και να παρακολουθεί» τη γενικότερη δραστηριότητα και υλοποίηση των συμβάσεων και των στόχων που υπογράφηκαν. Για παράδειγμα (πέρα από τη γνωστή, μέσα από τα πλάνα της ταινίας Ακόμα και η βροχή, των Icíar Bollaín και Paul Laverty, περίπτωση της πόλης Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας), στο Ενωμένο Βασίλειο τα πρώτα χρόνια της πλήρους ιδιωτικοποίησης υπήρξε μεγάλη αύξηση των χρεώσεων και των διακοπών, με ταυτόχρονη αθέτηση υποχρεώσεων κατασκευής/ βελτίωσης των υποδομών. Το γεγονός, σε συνδυασμό με τις διαμαρτυρίες για την εφαρμογή των «προπληρωμένων μετρητών» αγοράς συγκεκριμένων κυβικών μέτρων για όσα (κυρίως λαϊκά και εργατικά) νοικοκυριά αδυνατούσαν να πληρώνουν με συνέπεια το λογαριασμό τους, ανάγκασε τη Ρυθμιστική Αρχή Υδάτων να παρέμβει με αυστηρότερα μέτρα επιτήρησης των ιδιωτικών εταιριών και επιβολή πλαφόν στις αυξήσεις. Στη Γαλλία, η μη υλοποίηση συμφωνηθέντων έργων επέκτασης δικτύου, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση χρεώσεων, οδήγησε πολλές δημοτικές αρχές να επαναδημοτικοποιήσουν τελικά τις εταιρίες ύδρευσής τους, καταγράφοντας μάλιστα μείωση χρεώσεων για τους πολίτες και αύξηση εισροών στα δημοτικά ταμεία.
Ουσιαστικά, η ιδιωτικοποίηση του τομέα δεν επέφερε τα αναμενόμενα, ειδικά στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, και απέτυχε στην εκπλήρωση των κοινωνικών της στόχων. Η παροχή νερού, αν και στοιχειωδώς αναγκαία για όλους, παρουσίασε έντονη ανισότητα και κοινωνική διαστρωμάτωση. Οι νεοσύστατες ανώνυμες/ιδιωτικές εταιρίες ύδρευσης είχαν ως κύριο μέλημα την αύξηση των κερδών, αποκλείοντας προβληματικές περιοχές του υφιστάμενου αστικού δικτύου στις οποίες παρατηρούνται καθυστερημένες ή καθόλου πληρωμές των λογαριασμών. Έτσι, ενεργούσαν σύμφωνα με κοινωνικές διακρίσεις οικονομικού χαρακτήρα, ειδικότερα στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, δημιουργώντας ένα δίκτυο απαλλαγμένο από «στοιχεία» που επέφεραν ζημίες στους ίδιους αλλά και στη συνολικότερη διαχείριση του τομέα. Επίσης, οι συνθήκες μονοπωλίου που επιτράπηκαν στις εταιρίες, αναπόφευκτα συνδεδεμένες και με το χαρακτήρα του νερού ως φυσικά μονοπωλιακού αγαθού, δεν είχαν τα υπεσχημένα αποτέλεσμα (π.χ. βελτίωση υποδομών και εξυπηρέτησης, πτώση τιμών). Η έλλειψη ανταγωνισμού και η ανελαστική ζήτηση δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες για την εταιρία να δράσει σε περιβάλλον μονοπωλίου, χωρίς να τηρεί τους αρχικούς όρους των συμβάσεων.
Η ιδιωτικοποίηση στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, οι πρώτες προσπάθειες εφαρμογής ΣΔΙΤ εμφανίζονται στις Ανώνυμες Εταιρίες ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, εισηγμένες στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Η ιδιωτικοποίησή τους ξεκινάει με σχεδόν ταυτόχρονες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (Ν. 2744/1999 και Ν. 2651/1998, για Αθήνα και Θεσσαλονίκη αντίστοιχα). Το μοντέλο που προτάχθηκε είναι η σύμβαση παραχώρησης με ταυτόχρονη δημιουργία κοινοπρακτικών εταιριών τύπου «joint venture», με συμμετοχή του δημοσίου. Έτσι, και στις δύο περιπτώσεις, τα κυριότερα πάγια απορροφήθηκαν από τις αντίστοιχες νεοϊδρυθείσες εταιρίες παγίων, παραμένοντας στην ιδιοκτησία του δημοσίου, το οποίο υποχρεούται να προμηθεύει τις ιδιωτικές πλέον εταιρίες με ακατέργαστο νερό έναντι ετήσιου τιμήματος.
Στη μετοχική βάση της ΕΥΔΑΠ, εκτός του ελληνικού δημοσίου (61,3%) και της Αγροτικής Τράπεζας (10%), κανένας μέτοχος δεν κατέχει πάνω από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση της ΕΥΑΘ, με την πρόσφατα εξαγγελθείσα πώληση από το μερίδιο του δημοσίου (74%), αναμένεται σύντομα η πολυεθνική Suez να επιχειρήσει να διευρύνει το 5% που ήδη κατέχει. Παράλληλα, δυο μεγάλες εργοστασιακές μονάδες της ΕΥΑΘ έχουν παραχωρηθεί για πενταετή εκμετάλλευση σε κοινοπραξία της εν λόγω πολυεθνικής με τεχνική εταιρεία.
Αν και μια αναλυτική αναφορά στα τεχνικοοικονομικά στοιχεία υπερβαίνει τα όρια του άρθρου, τονίζεται πως και οι δύο παρουσιάζουν: i) υψηλούς δείκτες κερδοφορίας με δεδομένη τη σημαντική αύξηση χρεώσεων που επιβλήθηκε στους καταναλωτές σε συμφωνία με τις διαδοχικές κυβερνήσεις, ii) ελλιπή επέκταση/αναβάθμιση υποδομών, iii) αθέτηση σημαντικών πλευρών των υποχρεώσεών τους, με πιο κραυγαλέα τη μη καταβολή πολλών εκατομμυρίων ευρώ στο δημόσιο, ως όφειλαν, έναντι του ακατέργαστου νερού που εισέρχεται στο δίκτυο τους και το αξιοποιούν ως αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, iv) απουσία ρυθμιστικής αρχής που θα εποπτεύει τη λειτουργία της αγοράς νερού, κατά τα πρότυπα τουλάχιστον των άλλων δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών. Με άλλα λόγια, σε αντιστοιχία με τις ελληνικές πατερναλιστικές καπιταλιστικές πρακτικές, το πρότυπο ιδιωτικοποίησης που εφαρμόστηκε θέλει το κράτος σε ρόλο ρυθμιστή και ταυτόχρονα μετόχου της ιδιωτικοποίησης, με αμοιβαία αλληλοαποφυγή ευθυνών αλλά και αλληλοκάλυψη μεταξύ των ανωνύμων εταιρειών ύδρευσης και των αρμόδιων κρατικών φορέων, και, φυσικά, υψηλότατες κερδοφορίες.
Συμπεράσματα
Η πρόσφατη εμπειρία δείχνει ότι η ιδιωτικοποίηση του νερού αποτελεί πολιτική αιχμής των σύγχρονων αναδιαρθρώσεων, όχι μόνο στον υπό ανάπτυξη κόσμο, αλλά και στους αναπτυγμένους κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα, στην οποία το νερό που πίνουν και χρησιμοποιούν δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι διακινείται από μονοψήφιο αριθμό εταιριών. Εταιρίες πολυεθνικής δομής και διάρθρωσης (κυρίως όμως ευρωπαϊκής προέλευσης), με συμμετοχή σε ποικίλες δραστηριότητες και εταιρικά σχήματα, ειδικά στον ευρύτερο κλάδο της ενέργειας, με σημαντικούς κύκλους εργασιών και μεγάλα μεγέθη απασχόλησης. Από την άλλη, ο ρόλος του δημόσιου τομέα, στη μεγάλη πλειοψηφία των ποικιλόμορφων σχημάτων συνεργασίας-ιδιωτικοποίησης, περιορίστηκε στην εποπτεία και τη διαχείριση των βασικών παγίων, με επιμέρους διαφοροποιήσεις ανά πόλη ή χώρα.
Η ιδιωτικοποίηση του νερού, με τη μεγάλη ποικιλία των σχημάτων και των μορφών της, είναι μια διαδικασία με εγγενείς αντιφάσεις σε όλες τις εκφάνσεις της. Από το εννοιολογικό-ιδεολογικό επίπεδο (όπου πρέπει να εμπεδωθεί στην κοινωνία η μετατροπή ενός φυσικού αγαθού σε ιδιωτικό εμπόρευμα), στο επίπεδο της ευρύτερης διαχείρισης των υδατικών πόρων (με τον έντονο ανταγωνισμό που προβάλλουν οι λοιπές υδατικές χρήσεις και ανάγκες, στο δεδομένο πλαίσιο της λειψυδρίας), μέχρι το καθαρά επιχειρηματικό επίπεδο (με τις δυσλειτουργίες στη σχέση κράτους-εταιριών, ειδικά στο περιβάλλον των υδραυλικών έργων που χαρακτηρίζεται από έντονες αβεβαιότητες και υψηλά ρίσκα). Αυτές τις αντιφάσεις ανέδειξαν και τα τοπικά κινήματα που αντιστάθηκαν παγκοσμίως στην ιδιωτικοποίηση του νερού, και ενδεχομένως σε αυτές οφείλονται και οι σημαντικές νίκες που κατέγραψαν. Όπως και να χει πάντως, στην Ελλάδα το αμερικανικό ρητό του υπότιτλου δικαιώνεται προς το παρόν απολύτως. Η ροή του νερού ακολουθεί πλέον τη ροή του χρήματος.
*Ο Νικήτας Μυλόπουλος διδάσκει υδραυλικά έργα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Ο Στέλιος Γκιάλης (οικονομικός γεωγράφος, εκλεγμένος στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου διδάσκει στο ΕΑΠ και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Αναδημοσίευση από : alfavita.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ μπορείτε να παραθέσετε κάποιο σχόλιο!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.